- αξονηλατος
- ἀξονήλατοςἀξον-ήλατος2вращающийся вокруг оси
(σύριγγες Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σύριγγες Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αξονήλατος — ἀξονήλατος, ον (Α) αυτός που στρέφεται γύρω από άξονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άξων ( ονος) + ηλατος < ελατός (< ελαύνω) με έκταση της α συλλαβής] … Dictionary of Greek
ἀξονήλατοι — ἀξονήλατος whirling on the axle masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)